- αιθεροβατώ
- αἰθεροβατῶ (-έω) (Α) [aἰθεροβάτης]αεροβατώ* (Λουκ. Φιλοψ. 25).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιθεροβατώ — ( είς, εί κτλ.), αεροβατώ, είμαι εκτός τόπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθεροβατῶ — αἰθεροβατέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰθεροβατέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)